απαράγγελτος

απαράγγελτος
-η, -ο
επίρρ. αυτός για τον οποίο δε δόθηκε παραγγελία: Μαζί με τις παραγγελίες είχαν έρθει και μερικά πράγματα απαράγγελτα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • απαράγγελτος — η, ο (Α ἀπαράγγελτος, ον) αυτός που δεν έχει παραγγελθεί, που γίνεται ή έρχεται χωρίς παραγγελία αρχ. 1. εκείνος που δεν έχει κηρυχθεί επίσημα, ο ακήρυκτος 2. (επίρρ., τως) χωρίς να δοθεί το σύνθημα της μάχης …   Dictionary of Greek

  • ἀπαραγγέλτως — ἀπαράγγελτος without formal declaration adverbial ἀπαράγγελτος without formal declaration masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”